- ελινύες
- ἐλινύες, αι (Α)«ἐλινύες ἡμέραι» — μέρες αργίας και θυσιών στους θεούς της Ρώμης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλινύες — ἐλῑνύε̄ς , ἐλινύω keep holiday pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)